επιλογιστικός

επιλογιστικός
ἐπιλογιστικός, -ή, -όν (Α) [επιλογίζομαι]
1. ο ικανός να σκέφτεται
2. συνετός, φρόνιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιλογιστικός — able to calculate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστικόν — ἐπιλογιστικός able to calculate masc acc sg ἐπιλογιστικός able to calculate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστικούς — ἐπιλογιστικός able to calculate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστικῆς — ἐπιλογιστικός able to calculate fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστική — ἐπιλογιστικός able to calculate fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστικήν — ἐπιλογιστικός able to calculate fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστικῶς — ἐπιλογιστικός able to calculate adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογιστικάς — ἐπιλογιστικά̱ς , ἐπιλογιστικός able to calculate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”